Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το καταπραϋντικό

См. также в других словарях:

  • θριδάκι — και θριδάκιο, το (ΑΜ θριδάκιον) [θρίδαξ] μαρουλάκι νεοελλ. 1. (βιοχ.) εκχύλισμα νωπών βλαστών τού καλλιεργούμενου μαρουλιού 2. (φαρμ.) φάρμακο καταπραϋντικό τής βρογχίτιδας …   Dictionary of Greek

  • θριδακίνη — η (Α θριδακίνη) [θρίδαξ] νεοελλ. (φαρμ.) φάρμακο καταπραϋντικό και υπνωτικό που λαμβάνεται με εκχύλιση μαρουλιού σε θερμό νερό αρχ. 1. το μαρούλι 2. είδος ζυμαρικών …   Dictionary of Greek

  • καταπραϋντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καταπραΰνει, καθησυχαστικός, ανακουφιστικός, κατευναστικός 2. (φαρμ.) χαρακτηρισμός φαρμάκου που ηρεμεί τον πόνο και την εγερσιμότητα τού νευρικού συστήματος, δεν δρα όμως αναισθητικά. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • κόλα — (Cola). Γένος φυτών της οικογένειας των στερκουλιιδών, της τάξης των στυλοφόρων. Περιλαμβάνει περίπου 50 είδη, ιθαγενή της τροπικής Αφρικής, τα οποία σήμερα ευδοκιμούν και σε άλλες τροπικές χώρες. Σπουδαιότερο από αυτά είναι η κ. η ακιδωτή.… …   Dictionary of Greek

  • ναρκεΐνη — η (φαρμ.) αλκαλοειδές τού οπίου που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα ως καταπραϋντικό, αναλγητικό και σπασμολυτικό φάρμακο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. narceine < νάρκη + ίνη*. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • ναρκωφίνη — η (φαρμ.) σκεύασμα που χρησιμοποιείται ως καταπραϋντικό και παυσίπονο …   Dictionary of Greek

  • πεπαντικός — ή, όν, Α [πεπαίνω] 1. αυτός που συντελεί στην ωρίμαση ή στο μαλάκωμα, μαλακτικός («λουτρὸν πτυάλου πεπαντικόν», Ιπποκρ.) 2. φρ. «πεπαντικὸν μέλος» κατευναστικό, καταπραϋντικό τραγούδι …   Dictionary of Greek

  • χλωράλη — Οργανική ουσία, που προέρχεται από την ακεταλδεΰδη με αντικατάσταση τριών ατόμων υδρογόνου με χλώριο (γι’ αυτό λέγεται και τριχλωρακεταλδεΰδη (CCl3–CHO). Την παρασκεύασε πρώτη φορά ο Γιούστους φον Λίμπιχ το 1832, από χλώριο και αιθυλική αλκοόλη:… …   Dictionary of Greek

  • βαλεριάνα — Γένος, το σημαντικότερο και πιο ενδιαφέρον, της οικογένειας των βαλεριανιδών, ετήσιων ή πολυετών ποωδών φυτών, κυρίως των ευκράτων ή ψυχρών περιοχών της Ευρώπης και της βόρειας και δυτικής Ασίας. Άλλα γένη της ίδιας οικογένειας με φυτά αυτοφυή… …   Dictionary of Greek

  • λουμινάλ — Ονομασία βαρβιτουρικού. Ανήκει στην κατηγορία των φαρμάκων, που προκαλούν γενική καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήματος. Έχει μορφή λευκής κρυσταλλικής σκόνης και είναι σχεδόν αδιάλυτο στο νερό. Στη θεραπευτική χρησιμοποιείται το νάτριο άλας …   Dictionary of Greek

  • πασιφλόρα — Γένος φυτών της οικογένειας των πασιφλοριδών (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει κυρίως αναρριχώμενα φυτά, μερικά από τα οποία καλλιεργούνται στο ύπαιθρο ή σε θερμοκήπιο για τα μεγάλα, εντυπωσιακά και μοναχικά άνθη τους. Το πιο γνωστό και ανθεκτικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»